ΤΗ ΚΗ’ ΤΟΥ
ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
Μνήμη τού Οσίου Πατρός ημών Στεφάνου τού Νέου, καί τού Αγίου Μάρτυρος Ειρηνάρχου.
ΕΙΣ ΤΟΝ
ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ
Εις
τό, Κύριε
εκέκραξα,
ιστώμεν
Στίχους ς’, καί
ψάλλομεν
Προσόμοια
Στιχηρά τού
Οσίου.
Ήχος πλ. β’
Όλην
αποθέμενοι
Όλος εκ νεότητος,
ανατεθείς τώ
Κυρίω, σαρκός
έξω γέγονας,
κοσμικής τε
σχέσεως
ιερώτατε,
μοναστής
άριστος, πεφυκώς
Στέφανε, καί
δοχείον θείου
Πνεύματος, καί
γάρ συγκλείσας
σου, οίκω
στενοτάτω
μακάριε, τό
σώμα ανεπτέρωσας,
νούν πρός
ουρανόν
ενοπτρίζεσθαι,
τό άρρητον κάλλος,
Χριστού τού
Βασιλέως καί
Θεού, ού
προσκυνών τό
ομοίωμα,
ήθλησας
στερρότατα.
Τεσσαρακονθήμερον,
ως ο Δεσπότης
νηστεύσας, εν
ειρκτή
φρουρούμενος,
σεαυτόν πρός
άθλησιν
παρεσκεύασας,
Ιερέ Στέφανε,
Μοναστών
έρεισμα, καί
Μαρτύρων
εγκαλλώπισμα,
όθεν ώς θήρές
σοι, οι
ανηλεείς
επιθέμενοι,
αρνίον ώς περ
άκακoν,
σύραντες
αδίκως
εσπάραξαν, καί
μετά ανόμων,
κατέθεντο
αθλήσαντα
στερρώς, καί
παρρησία
πρεσβεύοντα,
υπέρ τών ψυχών
ημών.
Λαός ό
παράνομος,
παρανομίαις
υπείκων,
παρανόμου Όσιε,
βασιλέως
λίθοις σε ως
τόν Πρώταθλον,
αφειδώς έβαλε,
καί τήν κάραν
Πάτερ, τήν αγίαν
σου συνέτριψε,
ταίς λεωφόροις
τε, σύρων ωμοτάτως
εξέχεε, τά
σπλάγχνα σου
πανόλβιε, μηδέ
μετά πότμον
οικτείρας σε, Ώ
τής σής
ανδρείας! ώ
γνώμης! ώπολλής
υπομονής! δι’ ής
απείληφας
Στέφανε,
στέφος αμαράντινον.
Καί τού
Μάρτυρος
Ήχος ο αυτός
Τριήμερος
ανέστης
Αγώνας τού
σεπτού
Αθλητού, τούς
πόνους τού
οπλίτου
Χριστού,
ευφημούντες
κατά χρέος οι
πιστοί, βοήσωμεν
Κυρίω, Αυτού
ταίς ικεσίαις,
πάσης ανάγκης
εξελού ημάς.
Ειρήνη
σοι πολλή εκ
Θεού,
αθλήσαντι γεγένηται,
καί τόν σάλον,
διελθόντι τών
δεινών, Ειρήναρχε
παμμάκαρ,
γενναίε
στρατιώτα, καί
πρεσβευτά τών
ευφημούντων
σε.
Συνήθλει
σοι γυναίων
χορός, καί
παίδων θείος
όμιλος, σύν τώ
θείω, Ακακίω
καρτερώς,
τελούντι, τόν
αγώνα, καί
πλάνην
εκνευρούντι,
Μάρτυς
Ειρήναρχε
μακάριε.
Δόξα… Ήχος πλ. β’
Τού Στουδίτου
Εκ
βρέφους τώ Θεώ,
ανετεθης
Ιερώτατε
Στέφανε, ώς περ
ο μέγας
προφήτης
Σαμουήλ, καί εν
τώ όρει ανελθών,
μοναδικώς
ευηρέστησας
αυτώ, Αύθις δέ
πρός άθλησιν,
επεδύσω
ανδρικώς, καί
υπέρ τής
εικόνος αυτού, εξορίας
καί θλίψεις
υπέστης
καρτερώτατα,
καί δεσμοίς
καί φυλακαίς
ενεκαρτέρησας,
συρόμενος δέ
καί τυπτόμενος,
καί
λιθαζόμενος,
καί τήν κάραν
συντριβόμενος,
τών στεφάνων
ηξιώθης παρά
Χριστού τού Θεού,
Αυτόν ικέτευε,
τούς εκ πόθου
τελούντας τήν
αεισέβαστον μνήμην
σου,
λυτρωθήναι εκ
παθών καί
πειρασμών, καί
τής μελλούσης
θλίψεως, καί
σωθήναι τάς
ψυχάς ημών.
Καί νύν…
Θεοτοκίον
Ουδείς
προστρέχων επί
σοί,
κατησχυμμένος
από σού εκπορεύεται,
αγνή Παρθένε
Θεοτόκε, αλλ
αιτείται τήν
χάριν, καί
λαμβάνει τό
δώρημα, πρός τό
συμφέρον τής
αιτήσεως.
Η
Σταυροθεοτοκίον
Όλην
αποθέμενοι
Τόν
άρνα τόν ίδιον,
αμνάς η
άσπιλος πάλαι,
καί άμωμος
Δέσποινα, εν
Σταυρώ
υψούμενον ώς
εώρακε, μητρικώς
ωλόλυζε, καί
εκπληττομένη,
ανεβόα, Τί τό
όραμα, Τέκνον
γλυκύτατον,
τούτο τό
καινόν καί παράδοξον,
πώς δήμος ο
αχάριστος,
βήματι Πιλάτου
παρέδωκε, καί
Κατακρινούσι,
θανάτω τών
απάντων τήν ζωήν,
Αλλ’ ανυμνώ σου
τήν άφατον,
Λόγε
συγκατάβασιν.
Εις
τόν Στίχον, τά
Στιχηρά τής
Όκτωήχου.
Δόξα... Ήχος πλ. δ’
Τό κατ’
εικόνα τηρήσας
αλώβητον, Όσιε
Πάτερ, υπέρ τής
Χριστού
εικόνος,
αντέστης
ανδρικώτατα,
μή υποπτήξας
τού Κοπρωνύμου
τάς απειλάς,
αλλά τώ τού
Πνεύματος
ξίφει, τούτον
απέκτεινας,
Διό παρρησίαν
κεκτημένος
πρός Θεόν,
περίσωζε τήν
ποίμνην σου, εξ
αιρέσεων
πασών, Στέφανε
πολύαθλε.
Δέσποινα
πρόσδεξαι, τάς
δεήσεις τών
δούλων σου, καί
λύτρωσαι ημάς,
από πάσης
ανάγκης καί
θλίψεως.
Η
Σταυροθεοτοκίον
Ώ τού
παραδόξου
Τί τό
ορώμενον
θέαμα, ό τοίς
εμοίς
οφθαλμοίς,
καθοράται ώ
Δέσποτα; ο
συνέχων
άπασαν, κτίσιν
ξύλω ανήρτησαι,
καί ενεκρώθης,
ο πάσι νέμων
ζωήν, η
Θεοτόκος,
κλαίουσα
έλεγεν, ότε
εώρακεν, εν
Σταυρώ
υψούμενον, τόν
εξ αυτής, αρρήτως
εκλάμψαντα,
Θεόν καί
άνθρωπον.
Απολυτίκιον
τού Όσίου
Ήχος δ’
Ο υψωθείς εν τώ
Σταυρώ
Ασκητικώς
προγυμνασθείς
εν τώ όρει, τάς
νοητάς τών
δυσμενών παρατάξεις,
τή πανοπλία
ώλεσας
παμμάκαρ τού
Σταυρού, αύθις
δέ πρός
άθλησιν,
ανδρικώς
απεδύσω, κτείνας
τόν
Κοπρώνυμον, τώ
τής Πίστεως
ξίφει, καί δι’
αμφοίν
εστέφθης εκ
Θεού,
Οσιομάρτυς
αοίδιμε
Στέφανε.
Δόξα... Ήχος δ’
Ταχύ
προκατάλαβε
Ο
Μάρτυς σου,
Κύριε, εν τή
αθλήσει αυτού,
τό στέφος
εκομίσατο τής
αφθαρσίας, εκ
σού τού Θεού
ημών, έχων γάρ
τήν ισχύν σου, τούς
τυράννους
καθείλεν,
έθραυσε καί
δαιμόνων, τά ανίσχυρα
θράση, Αυτού
ταίς ικεσίαις,
Χριστέ ο Θεός,
σώσον τάς
ψυχάς ημών.
Καί νύν…
Θεοτοκίον καί
Απόλυσις.
ΕΙΣ
ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Μετά
τήν συνήθη
Στιχολογίαν,
λέγεται είς
Κανών τής
Οκτωήχου, καί
τών Αγίων οι
εφεξής δύο.
Ο
Κανών τού
Οσίου, ού η
Ακροστιχίς.
Χριστός
στέφει σε
Μαρτύρων
στέφει, μάκαρ.
Ιωσήφ.
Ωδή α’
Ήχος πλ. β’
«Ως εν
ηπείρω
πεζεύσας ο
Ισραήλ, εν
αβύσσω ίχνεσι
τόν διώκτην
Φαραώ, καθορών
ποντούμενον,
Θεώ επινίκιον
ωδήν εβόα
άσωμεν».
Χαρμονικώς
διοδεύσας σύ
τήν στενήν,
τρίβον τής ασκήσεως,
μαρτυρίου
πλατυσμώ,
δυσμενών
εστένωσας ορμήν,
καί ευρύχωρον
ζωήν Μάκαρ
κεκλήρωσαι.
Ρίζα
σε άκαρπος
πρώην
καρπογονεί,
Άννης ή
ομώνυμος, ώς
τόν πάλαι
Σαμουήλ, καί
δοτόν σε
δίδωσι Θεώ, τήν
τού βίου σου
Σοφέ χάριν
σημαίνουσα.
Ιερωτάτως
τώ θείω τών
Μοναστών,
προσχωρήσας
τάγματι, ως
φαιδρότατος
αστήρ, αρεταίς
εξέλαμψας πιστούς,
καταυγάζων
μυστικώς, Όσιε
Στέφανε.
Στενοχωρήσας
τό σώμα τώ
συγκλεισμώ,
τής στενής οικήσεως,
ανεπτέρωσας
τόν νούν, πρός
τά επουράνια Σοφέ,
αναβάσει καλώς
προσπλατυνόμενος.
Θεοτοκίον
Τήν
αδιόδευτον
πύλην τό
καθαρόν, τής
αγνείας τέμενος,
τήν καλήν εν
γυναιξί, τήν
αγίαν
Δέσποιναν φωναίς,
ιεραίς ο Ιερός
λαός
δοξάσωμεν.
Ο
Κανών τού
Μάρτυρος, ού η Aκροστιχίς.
Ειρηνικήν
μοι προσνέμοις
Μάρτυς χάριν.
Θεοφάνους.
Ήχος καί
Ειρμός ο αυτός
Εκ τών
σκανδάλων τού
βίου καί τών
παθών, τών
παρενοχλούντων
με, ειρηνεύσας
μου τόν νούν,
Αθλητά Ειρήναρχε
τήν σήν,
ευφημήσαι
γαληνώς μνήμην
αξίωσον.
Ιερονίκους
στεφάνους ως
Αθλητής,
ειληφώς Ειρήναρχε,
μετετέθης εκ
τής γής, πρός
ειρήνην άμαχον
καί φώς, καί
ζωήν αληθινήν
μακαριώτατε.
Ρείθροις
αιμάτων τήν
φλόγα τών
διωκτών,
κατασβέσας
ήρδευσας,
διανοίας τών
πιστών,
αναθάλλειν
έρωτα ζωής,
αιωνίου
ευσεβώς Μάρτυς
Ειρήναρχε.
Θεοτοκίον
Η τόν
αχώρητον Λόγον
τή σή γαστρί,
χωρηθέντα τέξασα,
θεοχώρητε
σκηνή, τής
στενοχωρούσης
με δεινώς, τρικυμίας
τών κακών Αγνή
απάλλαξον.
Τού Οσίου
Ωδή γ’
«Ουκ έστιν
άγιος ως σύ, Κύριε
ο Θεός μου, ο
υψώσας τό
κέρας, τών
πιστών σου
αγαθέ, καί
στερεώσας
ημάς, εν τή
πέτρα τής
ομολογίας σου».
Ο νούς
σου νεύσει
πρός Θεόν,
καλλυνόμενος
Πάτερ, ωραιότατος
ώφθη, καί
χαρίσματος
παντός,
ανάπλεως αληθώς,
καί τής θείας,
μέτοχος
λαμπρότητος.
Σεπτήν
εικόνα τού
Χριστού, καί
τής τούτον
Τεκούσης, ασπαζόμενος
Μάκαρ,
βασιλέως
δυσσεβούς, τό
δόγμα τό
δυσσεβές,
εβδελύξω,
σθένει θείου
Πνεύματος.
Σιδήρω
σέ τόν σιδηράν,
κεκτημένον
καρδίαν, ο παράφρων
δεσμεύσας,
παραπέμπει
φυλακαίς, ως
φύλακα τών
Πιστών, διδαγμάτων,
Στέφανε
πανόλβιε.
Τούς
σούς ωραίους
προφανώς,
έσχες Όσιε
πόδας, μαρτυρίου
πρός τρίβους,
βηματίζοντας
λαμπρώς, καί κεφαλάς
δυσμενών,
γενναιόφρον,
Στέφανε
συνθλάττοντας.
Θεοτοκίον
Εκ σού
τής μόνης
καθαράς, ο
υπέρθεος
Λόγος, εσαρκώθη
ώς οίδε, καί
διέσωσεν ημάς,
τούς
προσκυνούντας
αυτού, τήν δι’ οίκτον,
θείαν
συγκατάβασιν.
Τού Μάρτυρος
Ο αυτός
Νευρούσαι
σθένει θεϊκώ,
καί χωρείς
πρός αγώνας, θαρσαλέως
παμμάκαρ,
υπομένων
αικισμούς, καί
στρέβλας τών
δυσμενών,
αθλοφόρε,
Μάρτυς
γενναιότατε.
Ισχύν
σοι δίδωσι
Χριστός,
Αθλοθέτης ο
μέγας,
διολέσαι τήν
πλάνην, καί
αισχύναι τόν
εχθρόν,
καυχώμενον αναιδώς,
καί εικαίως,
Μάρτυς
φρυαττόμενον.
Καθείλε
πόνοις
ανδρικοίς, τόν
αρχέκακον
όφιν, ο χορός
τών Αγίων,
εναθλήσας
κραταιώς, καί
μάστιγας καί
δεσμά, υπομείνας,
σθένει θείου
Πνεύματος.
Θεοτοκίον
Ην
είδε πάλαι
Ιακώβ, από γής
τεταμένην,
πρός ουράνιον
ύψος, θείαν
κλίμακα σαφώς,
Μαρίαν τό
καθαρόν, τού
Δεσπότου,
μέλψωμεν
παλάτιον.
Ο Ειρμός
«Ουκ
έστιν άγιος ως
σύ, Κύριε ο Θεός
μου, ο υψώσας τό κέρας,
τών πιστών σου
αγαθέ, καί
στερεώσας
ημάς, εν τή
πέτρα τής
ομολογίας σου».
Κάθισμα τού
Οσίου
Ήχος δ’
Ο υψωθείς
Τών
Μοναστών
υπογραμμός
ανεδείχθης,
τών Αθλητών καλλωπισμός
ανεφάνης, δι’
αμφοτέρων
Στέφανε κοσμούμενος,
όθεν
αξιάγαστε, καί
διπλούς τούς
στεφάνους,
έλαβες ασκήσεως,
καί αθλήσεως
Πάτερ, Αλλ’
εκτενώς Χριστόν
υπέρ ημών, τών
σέ υμνούντων,
ικέτευε
Στέφανε.
Δόξα… Τού
Μάρτυρος,
όμοιον
Γή καί
υγρά τούς
καρτερούς σου
αγώνας,
κατεμερίσθη
Αθλητά
γενναιόφρον,
δι’ ών τής
πλάνης έλυσας
τό φρύαγμα, καί
τήν
υπερκόσμιον,
μετά πάντων
Μαρτύρων,
δόξαν
αιωνίζουσαν,
εκληρώσω παμμάκαρ,
Αλλ’ υπέρ
πάντων
πρέσβευε
Χριστώ, τών σέ τιμώντων,
τρισμάκαρ
Ειρήναρχε.
Καί νύν...
Θεοτοκίον
Καταφυγή
τών εν δεινοίς
ύπαρχοντων,
Καταλλαγή πρός
τόν Θεόν τών
πταιόντων,
Υπεραγία
Δέσποινα περίσωζε
ημάς, πάσης
περιστάσεως,
καί κακίας
ανθρώπων, καί
φρικτής
κολάσεως, καί
παθών ατιμίας,
τούς αδιστάκτω
πίστει σε αεί,
προσκαλουμένους,
Παρθένε
πανύμνητε.
Η
Σταυροθεοτοκίον
Εν τώ
Σταυρώ
παρισταμένη
Παρθένε, τώ τού
Υιού σου καί
Θεού ανεβόας,
οδυνηρώς
στενάζουσα,
δακρύουσα
θερμώς, Οίμοι, ώ
γλυκύτατε! πώς
ανδρών παρανόμων,
φέρεις τά
λακτίσματα,
καί τάς
τρώσεις τών
ήλων, καί τών
κακούργων
θάνατον σαφώς,
σώσαι τό γένος,
βροτών προμ
ηθούμενος;
Τού Οσίου
Ωδή δ’
«Χριστός
μου δύναμις,
Θεός καί
Κύριος, η σεπτή
Εκκλησία
θεοπρεπώς,
μέλπει
ανακράζουσα,
εκ διανοίας
καθαράς, εν
Κυρίω
εορτάζουσα».
Φωτί
τού Πνεύματος,
καταλαμπόμενος,
δι’ εντεύξεως
θείας, τυφλοίς
τό φώς, Πάτερ
εχορήγησας,
τόν σόν Δεσπότην
καί Θεόν,
μιμησάμενος
Θεόπνευστε.
Εφαίνου
πόρρωθεν, τοίς
θαλαττεύουσι,
κυβερνών
τούτους μάκαρ
πρός γαληνόν,
όρμον θεία
χάριτι,
προσκαλουμένους
σου πιστώς,
Πάτερ Στέφανε
τό όνομα.
Ιερουργούμενος,
καθάπερ
σφάγιον, ιερόν
προσηνέχθης τώ
διά σέ,
τεθυμένω
Στέφανε, καί
πρωτοτόκων εν σκηναίς,
ανεπαύσω
ευφραινόμενος.
Σεπτώ
σου ρήματι, ο
πρίν ημίξηρος,
υγιής όλος
ώφθη καταπλαγείς,
Μάρτυς τήν
δοθείσάν σοι,
χάριν εξ ύψους
δαψιλώς, εις
ανθρώπων
περιποίησιν.
Θεοτοκίον
Εν σοί
Πανάμωμε, τής
σωτηρίας μου,
τάς ελπίδας
εθέμην, επί τήν
σήν, σκέπην
καταπέφευγα,
γενού μοι Κόρη
βοηθός, τών δεινών
εξαιρουμένη
με.
Τού Μάρτυρος
Ο αυτός
Νομίμως
έδραμες,
νομίμως
ήθλησας, καί
νομίμως εστέφθης
τώ τού Θεού,
νόμω
κρατυνόμενος,
καί απαράτρωτον
σαυτόν,
συντηρών
Μακαριώτατε.
Μή
στέργων
ένδοξε, τή
πλάνη
νήχεσθαι, τή
θεογνωσία ως
νουνεχής,
χαίρων προσκεχώρηκας,
φώς νοερόν
αναλαβών, καί
φωστήρ αποδεικνύμενος.
Ουδόλως
έκρυψε, βυθός
δεξάμενος, σέ
πανόλβιε Μάρτυς
επεγνωκώς,
θείων
παθημάτων σε,
παναληθέστατον
Χριστού, όντα
Μάρτυρα
Ειρήναρχε.
Ιερουργούμεναι,
καί
προθυόμεναι,
καί ξεόμεναι
άμα καί τώ πυρί,
πάντοθεν
φλεγόμεναι,
ουκ
εξηρνήσασθε
Χριστόν, Αθλοφόροι
αξιϋμνητοι.
Θεοτοκίον
Παρθένος
έμεινας, μετά
τήν κύησιν,
ώσπερ ής πρό τού
τόκου, ότι Θεόν,
Λόγον
απεκύησας, τόν
λυτρωσάμενον
ημάς, μεσιτεία
σου Πανάμωμε.
Τού Οσίου
Ωδή ε’
«Τώ
θείω φέγγει
σου αγαθέ, τάς
τών
ορθριζόντων
σοι ψυχάς, πόθω
καταύγασον
δέομαι, σέ
ειδέναι Λόγε
Θεού τόν όντως
Θεόν εκ ζόφου
τών πταισμάτων
ανακαλούμενον».
Μαρτυρικαίς
έστεψε τιμαίς,
τούς
ασκητικούς σου
αληθώς
καμάτους Όσιε
Στέφανε, ο
αγωνοθέτης
μόνος Θεός
ημών, κατά τών
παλαμναίων
ενδυναμώσας
σε.
Αγωνιζόμενος
ευκλεώς, δήμον
συμμαρτύρων
ταίς ειρκταίς,
προσομιλών
Μάρτυς
εύρηκας, σέ γάρ
ώς αστέρες
άδυτον ήλιον,
κυκλούντες επί
πλείον
κατελαμπρύνοντο.
Ρήμασι
θείοις τούς
ιερούς,
Ομολογητάς καί
μιμητάς, θείων
παθών
μακαρίζομεν,
τούς
τριακοσίους
καί
τεσσαράκοντα,
καί δύο τούς αθέους
καταπαλαίσαντας.
Τριχών
αφαίρεσιν
παικτικώς,
ώτων εκκοπήν
τε καί χειρών,
μελών τε θείων
κατάφλεξιν,
υπέρ τής
εικόνος
Χριστού
υπήνεγκεν, ο
δήμος τών
Οσίων ο
ευκλεεστατος.
Θεοτοκίον
Υπεραγία
η τόν Θεόν, μόνη
επί γής ως
αληθώς, τόν
υπεράγιον
τέξασα τούς σέ
Θεοτόκον αεί
κηρύττοντας,
αγίασον καί
σώσον τή
μεσιτεία σου.
Τού Μάρτυρος
Ο αυτός
Ρομφαία
τέτρωται ο
εχθρός, τής
υπομονής τής
καρτεράς, τού
γενναιόφρονος
Μάρτυρος, καί
ταίς τούτου πτέρναις
καθυποτέτακται,
καί γέλως
καθοράται καί
καταισχύνεται.
Ο πούς
σου έστη
προφητικώς,
Μάρτυς εν
ευθύτητι σοφέ,
απεριτρέπτω
φρονήματι,
καθυποσκελίζων
τόν πολυμήχανον,
ταίς τρίβοις
μαρτυρίου
καλλωπιζόμενος.
Σύ τήν
κακίαν τών
διωκτών,
άκακος
ακέραιος
οφθείς, Μάρτυς
απώσω
Ειρήναρχε, καί
τή τελειώσει
σου τή δι αίματος,
στεφάνοις
αφθαρσίας
κατεστεφάνωσαι.
Θεοτοκίον
Νοήσας
πόρρωθεν
μυστικώς, ό τών
Προφητών
θεολαμπής,
χορός Παρθένε
Θεόνυμφε,
θείου τοκετού
σου βάθος
απόρρητον,
συμβόλοις
ιεροίς σε
προδιεχάραξε.
Τού Οσίου
Ωδή ς’
«Τού
βίου τήν
θάλασσαν,
υψουμένην
καθορών, τών
πειρασμών τώ
κλύδωνι, τώ
ευδίω λιμένι
σου προσδραμών,
βοώ σοι,
Ανάγαγε, εκ
φθοράς τήν
ζωήν μου
πολυέλεε».
Ρημάτων
σου δυνάμιν, ο
κακίας
ευρετής,
υπενεγκείν ούκ
ίσχυσεν, όθεν
δεσμοίς σε
Στέφανε καί
ποιναίς,
θανάτω βιαίω
τε, ωμοτάτως ο
πλάνος παραδέδωκεν.
Ως
άρτος
οπτώμενος, τώ
πυρί καί εκ
ποδών ανηλεώς
κρεμάμενος,
ωλοκαυτώθης
Παύλε καί τώ
Θεώ, θυσία προσήνεξαι,
συναυλίας
Μαρτύρων
αξιούμενος.
Νομίμως
ενήθλησαν,
συγκλεισθέντες
καί πνιγμώ, τόν
βίον
καταλύσαντες,
εν τή Εφέσω
Όσιοι
Μονασταί, οκτώ
καί τριάκοντα,
ούς εν πίστει
καί πόθω
μακαρίσωμεν.
Στερρώς
τώ δικάζοντι,
αντετάξω καί
πληγαίς, καταξανθείς
τό σώμά σου,
θανατωθήναι
είλου διά
Χριστόν, τόν
μόνον
αθάνατον,
αξιάγαστε
Πέτρε
μεγαλώνυμε.
Θεοτοκίον
Τήν
μόνην
πανύμνητον,
τήν καλήν εν
γυναιξί, τήν τού
Θεού
λοχεύτριαν,
Χριστιανών τό
τείχος τό
αρραγές, τήν
άχραντον
Δέσποιναν,
αδιστάκτω
καρδία μακαρίσωμεν.
Τού Μάρτυρος
Ο αυτός
Επέβης
τοίς ύδασι,
κυβερνώμενος
χερσί,
ζωαρχική Ειρήναρχε,
καί διεσώθης
τούτοις τών
διωκτών,
βυθίσας
σεβάσματα,
προσευχή
επιμόνω
Ιερώτατε.
Μικρών
αντωνούμεναι,
τά μεγάλα
εαυτάς, τοίς
αικισμοίς
εξέδωκαν, αι
ιεραί Γυναίκες
τόν
πτερνιστήν, τής
Εύας εν
πνεύματι,
θανατώσασαι
όφιν τόν
αρχέκακον.
Οι
παίδες οι
άγιοι, ιερεία
καθαρά, καί
προσφοραί
ολόκληροι, τώ
τυθέντι ως
θύμα αληθινώ,
αμνώ
προσηνέχθησαν,
εις οσμήν
ευωδίας αγαλλόμενοι.
Θεοτοκίον
Ιδού
νύν
σεσάρκωται, εξ
αιμάτων σου
αγνών, Παρθενομήτορ
κύριος, καί
τοίς βροτοίς
ενούται δίχα
τροπής, δι’
άφατον έλεος,
τήν ημών
σωτηρίαν εργαζόμενος.
Ο Ειρμός
«Τού
βίου τήν
θάλασσαν,
υψουμένην
καθορών, τών
πειρασμών τώ
κλύδωνι, τώ
ευδίω λιμένι
σου προσδραμών,
βοώ σοι.
Ανάγαγε, εκ
φθοράς τήν
ζωήν μου
Πολυέλεε».
Κοντάκιον Ήχος δ’
Επεφάνης
σήμερον
Εορτάζει
σήμερον, η
Εκκλησία,
εορτήν ευφρόσυνον,
εν τή σή μνήμη
καί πιστώς,
ανευφημούσα
κραυγάζει σοι,
Στέφανε θείε,
οσίων τό
καυχημα.
Ο Οίκος
Εις
πάσαν γήν ως
αληθώς,
διέδραμενο
φθόγγος τών σών
κατορθωμάτων,
σοφέ
Οσιομάρτυς, ών
περ ειργάσω θαυμαστώς,
όθεν δυσωπώ σε,
παρρησίαν πρός
Θεόν ως κεκτημένος
Όσιε, ικέτευε
τού δοθήναί
μοι λόγον
επάξιον, τού
ανευφημήσαι
τούς αγώνας,
ούς υπέστης εξ
ορατών εχθρών
καί νοουμένων,
δς πρίν
ασκητικώς
καθείλες,
απάσας τάς
κινήσεις τής
σαρκός
απονεκρώσας, αθλήσει
δέ νύν τόν
τύραννον
ετροπώσω,
Οσίων τό καύχημα.
Συναξάριον
Τή ΚΗ’
τού αυτού
μηνός, Μνήμη
τού Οσίου
Πατρός ημών καί
Ομολογητού
Στεφάνου τού
Νέου.
Στίχοι
·
Πληγείς
νέε Στέφανε
τήν κάραν ξύλω,
·
Εύρες
πρεπόντως ουχί
γηράσκον
στέφος.
·
Εικάδι
ογδοάτη
Στεφάνου Νέου
κράτα θραύσαν.
Τή
αυτή ημέρα ο
Άγιος Ανδρέας, συρόμενος
κατά γής, διά
τήν τών αγίων
Εικόνων προσκύνησιν,
τελειούται.
Στίχοι
·
Εκ γής
επλάσθην, γή με
δή καί
κτεινάτω.
·
Πλάστου
γάρ αυτής
Ανδρέας τιμώ
τύπους.
Τή
αυτή ημέρα, ο
Άγιος Πέτρος,
τυπτόμενος
υπέρ τών αγίων
Εικόνων,
τελειούται.
Στίχοι
·
Αν
εικόνων
τύπτωσι τόν
Πέτρον χάριν,
·
Εύρωσιν
αυτόν πέτρινoν τώ σαρκίω.
Τή
αυτή ημέρα, η
Αγία Άννα,
τυπομένη πρός
τό κατειπείν
τού Αγίου
Στεφάνου,
τελειούται.
Στίχοι
·
Μάστιξιν
Άνναν ευτόνως
τετυμμένην,
·
Έδειξε
Χριστός
ευπρεπώς
εστεμμένην.
Τή
αυτή ημέρα,
Μνήμη τών
αγίων
Μαρτύρων, τών
συμμαρτυρησάντων
τώ Αγίω Στεφάνω,
υπέρ τών αγίων
Εικόνων.
Στίχοι
·
Τιμώντες
εικόνισμα
σαρκός σου
Λόγε,
·
θνήσκουσιν
οι άγιοι
βίαιον μόρον.
Τή
αυτή ημέρα,
Μνήμη τού
Αγίου Μάρτυρος
Ειρηνάρχου,
καί τών σύν
αυτώ επτά
Αγίων
γυναικών.
Στίχοι
·
Τόν
Ειρήναχον η
φονεύτρια
σπάθη
·
Σώ
Σώτερ
ειρήναρχε
συντάττει
μέρει.
·
Έδειξε
νεκράς εν
Σεβαστεία
πόλει
·
Γυναίκας
επτά
πανσεβάστους
τό ξίφος.
Οι
Άγιοι Μάρτυρες
Τιμόθεος καί
θεόδωρος οι
Επίσκοποι.
Πέτρος,
Ιωάννης,
Σέργιος,
Θεόδωρος καί
Νικηφόρος οι
ιερείς, Bασίλειος καί
Θωμάς οι
διάκονοι,
Ιερόθεος,
Δανιήλ, Χαρίτων,
Σωκράτης,
Κομάσιος,
Ευσέβιος οι
μοναχοί, καί
Ετοιμάσιος, εν
Τιβεριουπόλει
τελειούνται.
Ταίς
αυτών αγίαις
πρεσβείαις, ο
Θεός, ελέησον
ημάς. Αμήν.
Τού Οσίου
Ωδή ζ’
«Δροσοβόλον
μέν τήν κάμινον
ειργάσαντο,
Άγγελος τοίς
Οσίοις Παισί,
τούς Χαλδαίους
δέ καταφλέγον
πρόσταγμα
Θεού, τόν
τύραννον
έπεισε βοάν,
Ευλογητός εί ο
Θεός, ο τών
Πατέρων ημών».
Εμηνύθη
σοι τό τέλος τό
μακάριον,
παντουργικώ
βουλήματι,
όθεν πλείονι
επιδούς
ασκήσει
σεαυτόν, εκ δόξης
εις δόξαν
προχωρείς,
αποκτανθείς
διά Χριστόν,
τόν επί πάντων
Θεόν.
Φερωνύμως
τώ πρωτάθλω
συνδεδόξασαι,
καί γάρ λιθολευστούμενος,
καί συρόμενος
καί τυπτόμενος
ανηλεώς,
αιμάτων
επλήρωσας τήν
γήν, καί τήν
ψυχήν σου τώ
Θεώ, χαίρων
παρέδωκας.
Εν
πλατείαις
μάρτυς Στέφανε
συρόμενος,
ανηλεώς τής
πόλεως,
εξωμάλισας
μαρτυρίου
τρίβον τοίς
πιστοίς, εν ή επιβαίνοντες
στερρώς, πρός
τήν ουράνιον
σαφώς, πόλιν
κατήντησαν.
Θεοτοκίον
Ιερώτατοι
προφήται
προεδήλωσαν,
Αγνή εμφαντικώτατα,
τό μυστήριον
τής σεπτής
λοχείας σου,
καί νύν ημίν
τάς εκβάσεις
τηλαυγώς
κατανοούντες
ευσεβώς, σέ
μακαρίζομεν.
Τού Μάρτυρος
Ο αυτός
Συμπαθείας
τής πρός σάρκα
διαζεύξας σου,
τόν νούν
Μακαριώτατε,
φλογιζόμενος
καί πυρί
καιόμενος σοφέ,
τών Παίδων
εβόας τήν ωδήν,
Ευλογητός εί ο
Θεός, ο τών
Πατέρων ηιμών.
Μεμακάρισται
τών παίδων
θείος όμιλος,
καί γυναικών
επτάριθμος,
χορός άγιος,
τούς ξεσμούς,
τό πύρ, τούς
αικισμούς,
στερρώς
υπομείναντες
ομού, καί ουρανίων
αγαθών
καταξιούμενοι.
Aπελαύνονται
εκ μόνης σου
προσκλήσεως,
τής πονηρίας
πνεύματα,
εγνωκότα σε Aθλητήν
αήττητον
Χριστού,
Ειρήναρχε
μέλποντα θερμώς,
Ευλογητός εί ο
Θεός, ό τών
Πατέρων ημών.
Θεοτοκίον
Ραθυμία
με κρατούμενον
διέγειρον,
πρός εργασίαν Άχραντε
θείων πράξεων,
ενισχύουσά με
κατ’ εχθρών, αεί
πολεμούντων με
δεινώς, καί
εναντίοις
λογισμοίς,
δελεαζόντων
με.
Τού Oσίου
Ωδή η’
«Εκ
φλογός τοίς
οσίοις δρόσον
επήγασας, καί
δικαίου θυσίαν
ύδατι έφλεξας,
άπαντα γάρ
δράς, Χριστέ μόνω
τώ βούλεσθαι,
Σέ
υπερυψούμεν,
είς πάντας
τούς αιώνας».
Μανικώτατοι
ώσπερ θήρες
συνέλαβον, τού
Χριστού τό
αρνίον,
παίοντες,
Κτείνοντες,
καί μετά
ανδρών ανομούντων
συνθάπτοντες,
οι παρανομία,
συζώντες εις
αιώνας.
Απηνώς,
σου τήν κάραν
εχθρός
συνέτριψεν, ήν
Θεός εν
υψίστοις
στέφει
κατέστεψε, τώ
νικητικώ,
Στεφανίτα
πολύαθλε,
κλέος τών Mαρτύρων,
καί πάντων τών
Οσίων.
Καρτερώς,
τώ διώκτη
αντιταττόμενος,
ο θεόφρων Ανδρέας
πληγαίς
συγκόπτεται,
καί ανηλεώς,
θανατούται ο
δίκαιος,
μέλπων τώ
Δεσπότη,
Χριστώ εις
τούς αιώνας.
Αγιώτατος
οίκος ήδη
γενόμενος, τόν
εν πάσιν Αγίοις
αναπαυόμενον,
έσχες εν τή σή,
ενοικούντα
πολύαθλε,
Στέφανε καρδία
εις πάντας
τούς αιώνας.
Θεοτοκίον
Ραντισμώ
θείου λύθρου
θεοχαρίτωτε,
εκ πλευράς κενωθέντος,
τού σού Υιού
καί Θεού, τόν εκ
πονηράς, αμαρτίας
προσόντα μοι,
ρύπον δυσωπώ
σε, απόπλυνον
Παρθένε.
Τού Μάρτυρος
Ο αυτός
Τών
αιμάτων τώ
λύθρω
επισταζόμενος,
καί μαστίγων
τώ κάλλει καλλωπιζόμενος,
τώ Νικοποιώ,
παραστάς ώ
Ειρήναρχε, νίκης
τά βραβεία,
πρός τούτω
εκομίσω.
Υψωθείς
τή αγάπη τού
Παντοκράτορος,
διωκτών επηρμένην
οφρύν
κατέαξας, καί
ειδωλικόν,
εταπείνωσας φρύαγμα,
Μάρτυς αθλοφόρε,
Ειρήναρχε
παμμάκαρ.
Συμπαθείας
με θείας
Μάρτυς
αξίωσον,
πειρασμών καί
κινδύνων
απολυτρούμενος,
πίστει σε
θερμή, τόν τιμώντα
Ειρήναρχε, καί
υπό τήν σκέπην,
τήν σήν προσπεφευγότα.
Θεοτοκίον
Χαίρε
άγιον όρος καί
θεοβάδιστον,
απορρήτων πραγμάτων
χαίρε φανέρωσις,
άκουσμα
φρικτόν,
δυσθεώρητον
όραμα, χαίρε
τών πεσόντων,
ανάκλησις
Παρθένε.
Ο Ειρμός
«Εκ
φλογός τοίς
Οσίοις δρόσον
επήγασας, καί
Δικαίου θυσίαν
ύδατι έφλεξας,
άπαντα γάρ
δράς Χριστέ, μόνω
τώ βούλεσθαι,
Σέ
υπερυψούμεν,
εις πάντας
τούς αιώνας».
Τού Οσίου
Ωδή θ’
«Θεόν
ανθρώποις
ιδείν
αδύνατον, όν ου
τολμά Αγγέλων
ατενίσαι τά
τάγματα, διά
σού δέ Πάναγνε,
ωράθη βροτοίς,
Λόγος
σεσαρκωμένος,
όν
μεγαλύνοντες,
σύν ταίς
ουρανίαις
στρατιαίς, σέ
μακαρίζομεν».
Ίδων
αγάλλη Αγγέλων
τάγματα,
Πατριαρχών, Οσίων,
Προφητών,
Αποστόλων τε,
καί Δικαίων
απάντων θεόπνευστε,
οίς
συμπεριπολεύων
μνήσθητι,
πρόστηθι, τών
ειλικρινώς επί
τής γής,
μακαριζόντων
σε.
Ως φώς
ως όρθρος ώς
μέγας ήλιος, ώς
ουρανός κατάστερος
θαυμάτων
λαμπρότησι,
καί στιγμάτων
αγίων γεγένησαι,
πάντων τάς
διανοίας, τών
ευφημούντων
σε, Στέφανε λαμπρύνων
αληθώς, Μάρτυς
πολύαθλε.
Στερροίς
ασκήσεως
αγωνίσματι,
καταβάλων τού
σκότους τάς
αρχάς Πάτερ
πρότερον, επ’
εσχάτων αθλήσας
στερρότατα,
παντελεί
απωλεία,
ταύτας
παρέδωκας,
Στέφανε
μαρτύρων
καλλονή, Οσίων
καύχημα.
Η σή
περίδοξος
μνήμη σήμερον,
φωτιστικαίς
ακτίσι χαρισμάτων
τού Πνεύματος,
καταυγάζει τά
τής γής πληρώματα,
ήν εν
αγαλλιάσει,
νύν
εορτάζοντας,
φώτισον,
αγίασον ημάς,
θεομακάριστε.
Θεοτοκίον
Φωτός
δοχείον
θεοχαρίτωτε,
τών ιερών
Μαρτύρων αληθώς
τό κραταίωμα,
καί Οσίων
απάντων τό
καύχημα, σώσον
ημάς κινδύνων,
καί
περιστάσεων,
καί τής τών εχθρών
επιδρομής,
τούς
ανυμνούντάς
σε.
Τού Μάρτυρος
Ο αυτός
Αυτό
τό έσχατον καί
ακρότατον, τών
εφετών Κατείληφας
θεόφρον
Ειρήναρχε, καί
μεθέξει Θεός
εχρημάτισας,
ψάλλων σύν
Ασωμάτοις
Άγιος, άγιος,
άγιος, Τριάς η
παντουργός,
καί
παντοδύναμος.
Ρυσθείς
παγίδων τών
θηρευόντων σε,
καλιάν ουράνιον
κατέπαυσας
Ένδοξε, καί
Μαρτύρων
συνήφθης στρατεύμασι,
μετά τών σών
συνάθλων, όθεν
γεραίρομεν, , μνήμην
τήν υμών περιχαρώς,
πανηγυρίζοντες.
Ισχύν
καί κράτος
Χριστόν
τιθέμενος, τό
χαλεπόν βασάνων
διεπέρασας
πέλαγος, καί
τούς άνω
λιμένας κατέλαβες,
όλος
ωραϊσμένος,
όλος τού
Πνεύματος, ταίς
φωτοχυσίαις
δαψιλώς,
περιχεόμενος.
Θεοτοκίον
Νοείν
τό θαύμα τό
ακατάληπτον,
τού τοκετού
τού σού
Παρθενομήτορ
μή σθένοντες,
σιωπή τούτο
μάλλον
δοξάζομεν, καί
σέ
δοξολογούμεν,
τήν παμμακάριστον,
μόνην καί
καλήν εν
γυναιξίν, ώ Παναμώμητε.
Ο Ειρμός
«Θεόν
ανθρώποις
ιδείν
αδύνατον, όν ού
τολμά Αγγέλων
ατενίσαι τά
τάγματα, διά
σού δέ Πάναγνε
ωράθη βροτοίς,
Λόγος
σεσαρκωμένος,
όν μεγαλύνοντες,
σύν ταίς
ουρανίαις
στρατιαίς, σέ
μακαρίζομεν».
Εξαποστειλάριον
τού Οσίου
Επεσκέψατο
ημάς
Εκομίσω
πρός Χριστού,
διπλούν τό
στέφος
Στέφανε, ασκήσας
υπερβαλλόντως,
καί μαρτυρήσας
ως αυτού, εικόνα
σεβαζόμενος,
πάντων τε τών
Αγίων, μεθ’ ών
ημών μνήσθητι.
Έτερον τού
αυτού, όμοιον
Τούς
τήν εικόνα τού
Χριστού, μή
προσκυνούντας
Στέφανε,
κατήσχυνας ως
αθέους, καί
μαρτυρίου
καλλοναίς, καί
στίγμασι
κεκόσμησαι,
διά τούτο
πιστώς σε αεί
μακαρίζομεν.
Θεοτοκίον
Άχραντε
Δέσποινα αγνή,
καί μόνη
απειρόγαμε, η
Βασιλίς καί
Κυρία, σύ
δυσώπει τόν εκ
σού τεχθέντα
Λυτρωτήν ημών,
σώσαι κόσμον
εκ πάντων,
κακών τε καί
θλίψεων.
Εις
τόν Στίχον, τά
Στιχηρά τής
Οκτωήχου.
Δόξα… Τού
Οσίου
Ήχος γ’
Αφιερωθείς
τώ Θεώ εκ
κοιλίας μητριΚής,
ώς άλλος
Σαμουήλ, Όσιε
Στέφανε,
φερωνύμως στέφανος
ανεδείχθης τών
πιστών,
ευσεβείας
βακτηρία καί
εδραίωμα, καί
τού θείου
Πνεύματος
καθαρόν οικητήριον,
Αίτησαι ημίν
τοίς Τιμώσί σε
τό μέγα έλεος.
Καί νύν…
Θεοτοκίον
Θεοτόκε
η προστασία
πάντων τών
δεομένων, εις
σέ θαρρούμεν,
εις σέ
καυχώμεθα, εν
σοί πάσα η
ελπίς ημών
εστι, πρέσβευε
τώ εκ σού
τεχθέντι, υπέρ
αχρείων δούλων
σου.
Η
Σταυροθεοτοκίον
Μεγάλη τού
Σταυρού σου
Ρoμφαία τήν
καρδίαν σου
διήλθε
Πάναγνε, ηνίκα
τόν υιόν σου,
επί Σταυρού
προσέβλεψας,
καί εβόας, Μή
ατεκνόν με
δείξης, Υιέ μου
καί Θεέ μου, ο συντηρήσας
με μετά τόκον
Παρθένον.
Καί
η λοιπή
Ακολουθία τού
Όρθρου, καί
Απόλυσις.
************
Απολυτίκιον
τών 15 Μαρτύρων
εν
Τιβεριουπόλει Ήχος γ'
Θείας πίστεως
Μέγα
καύχημα η
Τιβερίου, καί
οχύρωμα τούς
ιεράρχας,
ιερείς τε καί
Λευϊτας
Κατέχουσα, τών
γάρ ειδώλων
τήν πλάνην
ελέγξαντες,
τών ασεβούντων
νικηταί
αναδείχθησαν,
Ούτοι δαιμόνων
αποσοβούντες
τάς φάλαγγας,
ρώσιν
δωρούνται
πιστοίς οι
πεντεκαίδεκα.
Κοντάκιον τών 15
Μαρτύρων εν
Τιβεριουπόλει Ήχος δ’
Ο υψωθείς εν τώ
Σταυρώ
Οι
πεντεκαίδεκα
Χριστού
Αθλοφόροι, τής
Τιβερίου οι
στερροί
πολιούχοι,
ώσπερ αστέρες
σήμερον ανίσχουσι
φαιδροί,
Τιμόθεος,
Θεόδωρος, οι
κλεινοί ιεράρχαι,
Ευσέβιος
Κομάσιος, καί ο
θείος
Σωκράτης, σύν
τή δεκάδι τών
συναθλητών, πάσι
θαυμάτων
ακτίνας
πυρσεύοντες.