ΤΗ Λ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ
ΜΗΝΟΣ
Μνήμη
τού Αγίου
Αποστόλου,
Ιακώβου,
αδελφού Ιωάννου
τού θεολόγου.
ΕΙΣ ΤΟΝ
ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ
Εις
τό, Κύριε
εκέκραξα,
ψάλλομεν
Στιχηρά
Προσόμοια τής
Εορτής γ' καί
τού Αγίου γ'.
Ήχος πλ. δ'
Ώ τού
παραδόξου
θαύματος
Μάκαρ
θεόπτα Ιάκωβε,
σύ τήν τού
Λόγου φωνήν,
παραυτίκα
δεξάμενος,
πατρικής
ηλόγησας,
θεραπείας καί σχέσεως,
καταλιπών γάρ,
βίου τόν
τάραχον, εις
νοητήν δέ,
μεταβάς
θάλασσαν,
ταύτην
ετάραξας,
ευσεβείας
δόγμασι, καί
ταίς βρονταίς,
ταίς
υπερκοσμίοις
σου,
θεομακάριστε.
Λόγον
παμμάκαρ
Ιάκωβε, τόν
αρχηγόν τής
ζωής, καί αιώνος
τού μέλλοντος,
θεραπεύων
πράξεσιν,
Ισραήλ τόν
παμβέβηλον,
πρωτοτοκίων
όντως
εστέρησας, ως
τήν κοιλίαν
Θεόν
ηγούμενον, όν
καί
επτέρνισας,
καί γυμνόν
απέδειξας, τής
πατρικής,
σκέπης
ευλογίας τε,
καί κλήρου
άμοιρον.
Άρχων
κατεστάθης
Ένδοξε, νύν επί
πάσαν τήν γήν,
περί σού ώσπερ
γέγραπται,
μαθητής
γενόμενος, τού
τά πάντα
ποιησαντος,
καί διά ζήλον,
σού τόν
θερμότατον,
υπό ανόμων,
μαχαίρα
πάνσοφε, φόνον
υπέμεινας, τής σεπτής
τών δώδεκα,
συμμαθητών,
μάκαρ
ομηγύρεως, προαναιρούμενος.
Δόξα... Ήχος πλ. δ'
Πρώτος
Πανεύφημε τής
θεολέκτου
δωδεκάδος,
θάνατον εν
μαχαίρα υπό
Ηρώδου, διά τόν
Διδάσκαλον
υπέμεινας,
πρώτος τό
ποτήριον αυτού
ως υπέσχου
έπιες, όθεν τής
βασιλείας σε
συγκληρονόμον
προσήκατο ο
φιλάνθρωπος,
σύν τώ συγγόνω
πρεσβεύοντας,
υπέρ τών ψυχών
ημών.
Καί νύν... Τής
Εορτής
Εις
τόν Στίχον,
Στιχηρά τής
Εορτής.
Δόξα... Τού
Αποστόλου Ήχος α'
Απόστολε
καί Μάρτυς,
Ιάκωβε, τού
καλού ποιμένος
τό θεόλεκτον
πρόβατον, τώ ομαίμονι
εν υψίστοις
συναγαλλόμενος,
αίτησαι τοίς
εορτάζουσι τό
σεπτόν σου
μνημόσυνον,
άφεσιν αμαρτιών,
καί τό μέγα
έλεος.
Καί νύν... Τής
Εορτής
Απολυτίκιον Ήχος γ'
Απόστολε
Άγιε Ιάκωβε,
πρέσβευε τώ
ελεήμονι Θεώ, ίνα
πταισμάτων
άφεσιν παράσχη
ταίς ψυχαίς
ημών.
Καί τής Εορτής
Καί Απόλυσις
ΕΙΣ
ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Οι
Κανόνες τής
Εορτής, καί τού
Αποστόλου, ού η
Ακροστιχίς.
Τόν
Βροντής,
Ιάκωβον
έμφρονα παίδα
γεραίρω.
Ποίημα
Θεοφάνους.
Ωδή α'
Ήχος πλ. δ'
Αρματηλάτην
Φαραώ
Τώ σώ
δικτύω αλιεύς
ως έμπειρος,
τού τών
πταισμάτων βυθoύ, αναγαγών
μάκαρ, τήν
ψυχήν μου
φώτισον, ταίς
φωτοβόλοις
λάμψεσι, καί
υμνείν σου
αξίως, ώ
θεοφάντορ Ιάκωβε,
μνήμην τήν
αγίαν
ευόδωσον.
Ο πρό
αιώνων τώ
Πατρί
συνάναρχος,
υπερτελής τε
Θεός,
σωματωθείς
ώφθη, επί γής ως
άνθρωπος, καί
συνεργόν τής
χάριτος,
αναδείκνυσι
Μάκαρ, καί
υπηρέτην σε
πάνσοφον, ρώμη
τή αυτού
δυναμούμενον.
Νενοηκώς
σου τήν ψυχής
ευγένειαν, σέ ο
προγνώστης
Θεός, καί τό
στερρόν Μύστα,
καί
ακαταμάχητον,
τής διανοίας
ένδοξε, τοίς
αυτού
υπηρέταις,
προκεκριμένως
ενέταξεν, έθνεσιν
αυτόν
καταγγελλόντα.
Βουλής
μεγάλης τού
Πατρός, ο
Άγγελος, εξ
απειράνδρου
Μητρός,
επιφανείς
κόσμω, σάρκα
προσελάβετο, ός
αρεταίς
κοσμούμενον,
μαθητήν σε
δεικνύει, καί θεηγόρον
Ιάκωβε, λόγους
τούς αυτού
ρητορεύοντα.
Θεοτοκίον
Δεδοξασμένα
περί σού λελάληνται,
εν γενεαίς
γενεών, η τόν
Θεόν Λόγον, εν γαστρί
χωρήσασα, αγνή
δέ διαμείνασα,
Θεοτόκε Μαρία,
διό σε πάντες
γεραίρομεν,
τήν μετά Θεόν
προστασίαν
ημών.
Ωδή γ'
Ο στερεώσας
κατ' αρχάς
Η εκ
τού ύψους σε
πνοή, βιαία τού
Παρακλήτου,
εκπυρώσασα
σοφόν θεηγόρον,
ρητορεύοντα
σαφώς, τά
μεγαλεία
δείκνυσι, τού
σαρκωθέντος
Λόγου, ού καί
αυτόπτης
γεγένησαι.
Σέ
ώσπερ βέλος
εκλεκτόν, ο
Λόγος
ηκονημένον, εν
καρδίαις τών
εχθρών
εμπηγνύει,
διαρρήσσοντα
ψυχάς, τών
εναντίων
πάνσοφε, καί
προνομεύοντά
σε, τούτων τά σκύλα,
Ιάκωβε.
Ιερωμένος
σου Σοφέ, ο
τόκος καί
φωτοφόρος, τού
Θεού τή
συγγενεία
παμμάκαρ,
φαιδρυνόμενος
τρανώς, εν
συναφεία
δείκνυται, εξ
απαλών γάρ
ώφθης, τώ Λόγω συνδιαιτώμενος.
Ακηλιδώτου
σου ψυχής, τό
ιλαρόν τώ
Δεσπότη, οραθέν
καί πρό τής
κλήσεως μάκαρ,
αξιόληπτος
αυτώ, εφάνης ώ
Ιάκωβε, καί τής
οικονομίας,
μύστης τής
τούτου
γεγένησαι.
Θεοτοκίον
Τών
Χερουβίμ καί
Σεραφίμ,
εδείχθης
υψηλοτέρα, Θεοτόκε,
σύ γάρ μόνη
εδέξω, τόν
αχώρητον Θεόν,
εν σή γαστρί
αμόλυντε, διό
πιστοί σε
πάντες, ύμνοις
αεί μακαρίζομεν.
Ο Ειρμός
«Ο
στερεώσας κατ
αρχάς, τούς
ουρανούς εν
συνέσει, καί
τήν γήν επί
υδάτων
εδράσας, εν τή
πέτρα με Χριστέ,
τών εντολών
σου στήριξον,
ότι ουκ έστι
πλήν σου, Άγιος
μόνε
φιλάνθρωπε».
Κάθισμα
Ήχος α'
Τόν τάφον σου
Σωτήρ
Χριστώ
μαθητευθείς,
καί πιών τό
εκείνου,
ποτήριον σοφέ,
ώσπερ έφη σοι
μάκαρ, μαχαίρα
Ιάκωβε,
απεκτάνθης
Απόστολε, όθεν
άπασα, η
Εκκλησία
χορεύει,
εορτάζουσα,
τήν παναγίαν
σου μνήμην, εν ή
ευφημούμέν σε.
Καί τής Εορτής
Ωδή δ'
Σύ μου ισχύς,
Κύριε
Κήρυξ
Χριστού,
γέγονας θείος
Ιάκωβε, σύ
κληθείς γάρ,
θάττον
ηκολούθησας,
τήν πατρικήν,
σχέσιν
παριδών, καί
τών επιγείων,
τά μένοντα αμειψάμενος,
διό καί τής
αφράστου,
ουρανών
κληρουχίας,
κατηξίωσαι
μάκαρ αοίδιμε.
Ω τού
θερμού, πόθου
σου πρός τόν
Δεσπότην
Χριστόν! σύ γάρ
τούτον, σφόδρα επεπόθησας,
τώ φωτισμώ,
τούτου
λαμπρυνθείς,
καί μορφωθείς
τούτω, εφάνης
πάσι φώς
δεύτερον, τού
πρώτου ταίς
ακτίσι,
λαμπρυνθείς
καί τή δόξη, Ιrανσεβάσμιε
μάκαρ Ιάκωβε.
Βίον
σεπτόν,
έσχηκας καί
υπερθαύμαστον,
τώ γάρ πόθω
πόθον
ακατάσχετον,
προσειληφώς,
τήν τών
ορεκτών, τής
αγαθαρχίας,
εσχάτην
μακαριότητα,
κατέλαβες
θεόφρον,
Ασωμάτοις
συμψάλλων, τή
δυνάμει σου
δόξα
Φιλάνθρωπε.
Όλον
σαυτόν,
νεύμασιν
εμπαρεχόμενος,
τού Δεσπότου,
Μύστα
θεοδίδακτε,
τών αρετών,
ήρθης εμφανώς,
πρός
υψηλοτάτην,
καί θείαν
όντως ακρώρειαν,
κακείθεν
ιαμάτων,
Ποταμούς
αναβλύζεις, τοίς
τήν μνήμην σου
μάκαρ
δοξάζουσιν.
Θεοτοκίον
Σύ τών
πιστών,
καύχημα πέλεις
Ανύμφευτε, σύ
προστάτις, σύ
καί
καταφυγιον,
Χριστιανών,
τείχος καί λιμήν,
πρός γάρ τόν
Υιόν σου,
εντεύξεις
φέρεις Πανάμωμε,
καί σώζεις εκ
κινδύνων, τούς
εν πίστει καί
πόθω, Θεοτόκον
αγνήν σε
γινώσκοντας.
Ωδή ε'
Ίνα τί με απώσω
Νέος
ώσπερ Ηλίας,
ζήλω
πυρακτούμενος,
τούς απειθήσαντας,
τώ κηρύγματί
σου,
καταφλέξαι
ηθέλησας Ένδοξε,
αλλ' εκώλυσέ σε,
ο θελητής τής
ευσπλαγχνίας,
εκδιδάσκων τό
πράον τής
χάριτος.
Επιβάς
ακροτάτης,
αρετής
πτερούμενος,
δι' αγαπήσεως,
τών εγκρίτων
θρόνων, τού
Δεσπότου
επόθησας Ένδοξε,
τά πρωτεία
φέρειν, ουχ ως
ερών δόξης
ματαίως, αλλά
βλέπειν αμέσως
όν έστερξας.
Υπερέβη
τούς όρους,
Σώτερ ο
Ιάκωβος, τής
ανθρωπότητος,
τήν γάρ
δύναμίν σου, ως
ιμάτιον περιζωσάμενος,
ιαμάτων βρύει,
τούς ποταμούς
καί τών θαυμάτων,
καί φωτίζει τή
πίστει τά
πέρατα.
Φωτεινή
σε νεφέλη,
Λόγον
απαστράπτοντα,
δόξη θεώμενον,
εν θαβώρ τώ
όρει,
επεσκίασε
μάκαρ Ιάκωβε,
καί φωνής
ακούσαι, τής
πατρικής
κατηξιώθης,
βεβαιούσης
αυτού τήν υιότητα.
Θεοτοκίον
Μητρικήν
παρρησίαν, τήν
πρός τόν Υιόν
σου κεκτημένη
Πάναγνε,
συγγενούς
προνοίας, τής
ημών μή παρίδης
δεόμεθα, ότι σέ
καί μόνην,
Χριστιανοί
πρός τόν Δεσπότην
ιλασμόν ευμενή
προβαλλόμεθα.
Ωδή ς'
Άβυσσος
αμαρτιών
Ρεύματα
ως εκ πηγής,
ιαμάτων αενάως
παρέχων, καί φωτισμόν
δογμάτων,
ευσεβών βλύζων
ένδοξε, τάς
ψυχάς τών
ευσεβεί, πόθω Ιάκωβε,
προσιόντων,
καταλαμπρύνεις
παμμακάριστε.
Όργανον
χωρητικόν, ο
Δεσπότης
ευρηκώς σε
παμμάκαρ, τής
εαυτού πλουσίας,
καί σεπτής
διαδόσεως,
εμφορεί τών
δωρεών, τών
υπέρ έννοιαν,
μυστηρίων, lερουργέ
τής αϊδίου
ζωής.
Δόξαν
τήν επί τής γής,
εκζητήσας τώ
Χριστώ παρασχείν
σοι, ως Βασιλεί
γηίνω,
βασιλείας
επέτυχες, ού τής
κάτω καί
φθαρτής, μάκαρ
Ιάκωβε, αλλ'
αφθάρτου, ήν δι'
αθλήσεως
απέλαβες.
Νέκρωσιν
υπέρ ημών, ο
Δεσπότης
υπελθείν
ευδοκήσας, τήν
τοίς νεκροίς
αιτίαν,
αληθούς
αναστάσεως, ως αυτού
Μυσταγωγόν,
μάκαρ σε
είλετο,
συνεργάτην, εν τή
νυκτί ή
παρεδίδοτο.
Θεοτοκίον
Άβυσσον
τών οικτιρμών,
η τεκούσα
Θεοτόκε Παρθένε,
τών λυπηρών
τού βίου, τήν
ψυχήν μου
διάσωσον, καί
χαράς
πνευματικής,
θύραν μοι
άνοιξον, σοί γάρ
Κόρη, τά τής
ελπίδος
ανατίθημι
Ο Ειρμός
«Άβυσσος
αμαρτιών, καί
πταισμάτων
καταιγίς με
ταράττει, καί
πρός βυθόν
βιαίως,
συνωθεί
απογνώσεως, αλλά
σύ τήν κραταιαν,
χείρά μοι
έκτεινον, ως τώ
Πέτρω, ώ
κυβερνήτα καί
διάσωσον».
Κοντάκιον Ήχος β'
Τά άνω ζητών
Φωνής
θεϊκής,
ακούσας
προσκαλούσης
σε, αγάπην πατρός,
παρείδες καί
προσέδραμες,
τώ Χριστώ
Ιάκωβε, μετά
καί τού
συγγόνου σου
ένδοξε, μεθ' ού
καί ηξιώθης ιδείν,
Κυρίου τήν
θείαν
Μεταμόρφωσιν.
Ο Οίκος
Ως
αλιεύς λογικών
ιχθύων, τώ
δικτύω
Τρισμάκαρ τών
σεπτών ευχών
βυθού
πταισμάτων
ανάγαγε τήν
ταπεινήν μου
ψυχήν, τήν
πάλαι υφ'
ηδονών
θηρευθείσαν τών
τού βίου ίνα
ακλινώς
διελθών τόν
υπόλοιπον χρόνον
μου, υμνήσω τό
όνομά σου, καί
δοξάσω τόν
βίον τόν
άμεμπτον, όν εκτελέσας
επί τής γής,
ηξιώθης επ'
όρους
θεάσασθαι, Κυρίου
τήν θείαν
Μεταμόρφωσιν.
Σ υ ν α ξ ά ρ ι ο ν
Τή Λ'
τού αυτού
μηνός, Μνήμη
τού Αγίου
ενδόξου Αποστόλου
Ιακώβου,
αδελφού τού
Αγίου Ιωάννου
τού θεολόγου.
Στίχοι
·
Ως
αμνός Ιάκωβος
αχθείς εσφάγη,
·
Τής
ευσεβείας
μηρυκίζων τούς
λόγους.
·
Κτείνε,
μάχαιρα φόνου,
Ιάκωβον ενί
τριακοστή.
Τή
αυτή ημέρα,
Μνήμη τού
Οσίου Πατρός
ημών Κλήμεντος
τού Ποιητού.
Στίχοι
·
Τέρψας
ο Κλήμης
γηγενείς ωδαίς
κάτω,
·
Απήλθε
τέρψων, ώσπερ
οίμαι, καί νόας.
Τή
αυτή ημέρα,
Μνήμη τού
Αγίου Μάρτυρος
Μαξίμου.
Στίχοι
·
Μάξιμος
ευρών τήν ξί
συλλαβήν
μέσην,
·
Τό
γαστρός ημίν
μηνύει μέσον
ξίφος.
Τή
αυτή ημέρα,
Μνήμη τής
ευρέσεως τών
λειψάνων τού
Αγίου
Ιερομάρτυρος
Βασιλέως,
Επισκόπου Αμασείας.
Στίχοι
·
Χρή
μηδέ νεκρόν
λανθάνειν
Βασιλέα,
·
Βασιλέως
θνήξαντα τού
ζώντος χάριν.
Τή
αυτή ημέρα,
Μνήμη τού εν
Αγίοις Πατρός
ημών Δονάτου,
Επισκόπου
Ευροίας.
Στίχοι
·
Τίς μή
Δονάτον
δοξάσει εν
τοίς λόγοις,
·
Όν περ
τά έργα
πανταχού
εδόξασαν.
Ταίς
αυτών αγίαις
Πρεσβείαις, ο
Θεός, ελέησον
ημάς. Αμήν.
Ωδή ζ'
Θεού
συγκατάβασιν
Ποτήριον
έπιες καθώς
υπέσχου, τό τού
Δεσπότου Χριστού,
καί τό
βάπτισμα
τούτου, σύ
εβαπτίσω
θεομακάριστε,
ώ νύν προθύμως
κραυγάζεις
γηθόμενος,
Ευλογητός ο
Θεός ο τών
Πατέρων ημών.
Ακτίσι
λαμπόμενος,
τής θεοπτίας
ώφθης Ιάκωβε,
διά τούτό σε
στέφει, τής
βασιλείας
Χριστός ο
Κύριος, καταγλαϊζει
Αγγέλοις
συμψάλλοντα,
Ευλογητός ο Θεός
ο τών Πατέρων
ημών.
Ιδού
σοι πεπλήρωκε,
τάς υποσχέσεις
ο μεγαλόδωρος,
πρός αυτόν
ανυψώσας, τή
εκμιμήσει τών
παθημάτων
αυτού, ώ
παρεστώς νύν
κραυγάζεις γηθόμενος,
Ευλογητός ο
Θεός ο τών
Πατέρων ημών.
Τό φώς
τό ανέσπερον,
Θαβώρ εν όρει
σύ θεασάμενος,
επί γής
καταπίπτεις,
μή φέρων τούτο
οράν τοίς όμμασι,
τής πατρικής
δέ φωνής ως
ακήκοας,
Ευλογητός ο Θεός,
προσανεβόας
τρανώς.
Θεοτοκίον
Δυάδα
τών φύσεων, αλλ'
ού προσώπων
Κόρη κηρύττομεν,
τόν εκ σού
σαρκωθέντα, όν
κατά σάρκα
εξεικονίζομεν,
καί
Προσκυνούμεν
μορφής το
ομοίωμα, οι διά
σού τώ Θεώ
καταλλαγέντες
αγνή.
Ωδή η'
Επταπλασίως
κάμινον
Αβραμιαίαν
πρόθεσιν, σύ
θεόπτα
κτησάμενος, τώ
προσκαλουμένω,
σέ Χριστώ
επόμενος,
εγένου
θεόσοφος, καί
λειτουργός
υπήρξας αυτώ,
ως Δημιουργώ,
καί Λυτρωτή
ανακράζων, Οι
Παίδες
ευλογείτε,
Ιερείς
ανυμνείτε,
λαός υπερυψούτε,
αυτόν εις τούς
αιώνας.
Γεγωνοτέρα
δέδεικται, τής
βροντής σου η
πρόοδος, τής
τών νομικών,
τυπωτικής ηχήσεως,
Χριστόν γάρ
εβρόντησας, τή
οικουμένη πάση
Θεόν, ως
Δημιουργόν καί
Λυτρωτήν
αναμέλπων, οι
Παίδες
ευλογείτε,
Ιερείς
ανυμνείτε,
λαός
υπερυψούτε, αυτόν
εις τούς
αιώνας.
Εθαυμαστώθης
ένδοξε,
μαρτυρίας φαιδρότητι,
καί θεοσεβείας
αληθούς
λαμπρότητι,
καί άρχων
Απόστολε,
κατασταθείς
απάσης τής γής,
τόν Δημιουργόν
καί Λυτρωτήν
ανεβόας, οι
Παίδες ευλογείτε,
Ιερείς
ανυμνείτε,
λαός
υπερυψούτε,
εις πάντας τούς
αιώνας.
Πάσαν
εις γήν
διέδραμεν, ο
σός λόγος
Ιάκωβε, πλήξας
ως βροντή, τήν
τών απίστων
έννοιαν,
φωτίσας δέ
άπαντας, θείω
φωτί τής
πίστεως, ώσπερ
αστραπή, τούς
ευπειθώς
εκβοώντας, οι
Παίδες
ευλογείτε, Ιερείς
ανυμνείτε,
λαός
υπερυψούτε,
Χριστόν εις
τούς αιώνας.
Θεοτοκίον
Ρητορευόντων
γλώσσαί σε,
ανυμνήσαι ου σθένουσιν,
ώ Θεογεννήτορ,
Μαριάμ
Θεόνυμφε,
Χριστόν γάρ
εγέννησας, τόν
επί πάντων
Κόρη, Θεόν, τόν
Δημιουργόν καί
Λυτρωτήν, ώ
βοώμεν, Οι
Παίδες
ευλογείτε,
Ιερείς
ανυμνείτε,
λαός
υπερυψούτε,
αυτόν εις τούς
αιώνας.
Ο Ειρμός
«Επταπλασίως
κάμινον, τών
Χαλδαίων ο
τύραννος, τοίς
θεοσεβέσιν
εμμανώς
εξέκαυσε, δυνάμει
δέ κρείττονι,
περισωθέντας
τούτους ιδών,
Τόν Δημιουργόν
καί Λυτρωτήν,
άνεβόα, οι
Παίδες ευλογείτε,
Ιερείς
ανυμνείτε λαός
υπερυψούτε,
εις πάντας
τούς αιώνας».
Ωδή θ'
Εξέστη επί
τούτω
Αγίως
σου τόν δρόμον
διηνυκώς, εν
Αγίων
σκηνώιμασιν
ένδοξε, νύν γεγηθώς,
αίγλην
κατοπτεύεις
τήν τριφεγγή,
ής απολαύων
πάνσοφε,
πλήρεις
ευφροσύνης
τούς υμνητάς,
τούς σούς καί
χαρμοσύνης,
ανάδειξον
παμμάκαρ ταίς
ικεσίαις σου
Ιάκωβε.
Ιδείν
σε οι
κακούργοι καί
φονευταί, ως τόν
σόν πρίν
Δεσπότην μή
φέροντες, τας
γάρ αυτών, πράξεις
εκφαυλίζων σής
αγωγής, τή
παραθέσει
ήλεγξας,
κτείνουσι
μαχαίρα τόν
μιμητήν,
Χριστού τού
σταυρωθέντος,
σαρκί υπέρ
ανθρώπων, ώ
θεορρήμον
παμμακάριστε.
Ρομφαία
ουρανίω
τιμωρηθείς,
ταίς πληγαίς ο
Ηρώδης απώλετο,
ότι τούς σούς,
Λόγε διακόνους
καί μαθητάς,
ούς Αποστόλους
έφησας,
κτείνων ουκ
ενάρκησεν ο δεινός,
διό σου τήν
δικαίαν,
πρόνοιαν
ευεργέτα, καταπλαγέντες
μεγαλύνομεν.
Τιμώντές
σου τήν μνήμην
χαρμονικώς,
ευφημούμέν σε
μάκαρ, Ιάκωβε,
μύστα Χριστού, άδοντες
δέ ζήλόν σου
τόν θερμόν, καί
τήν μακράν περίοδον,
καί τούς σούς
αγώνας καί τήν
σφαγήν, βροντής
υιόν καί φώς σε,
κριτήν καί
μυστολέκτην,
πιστώς σε
πάντες
ονομάζομεν.
Θεοτοκίον
Ωράθης
ώ Παρθένε
Μήτηρ Θεού,
υπέρ φύσιν
τεκούσα εν
σώματι, τόν
αγαθόν, Λόγον
εκ καρδίας τής
εαυτού, όν ο
Πατήρ
ήρεύξατο, πάντων
πρό αιώνων ως
αγαθός, όν νύν
καί τών
σωμάτων, επέκεινα
νοούμεν, εί καί
τό σώμα
περιβέβληται.
Ο Ειρμός
«Εξέστη
επί τούτω ο
ουρανός, καί
τής γής
κατεπλάγη τά
πέρατα, ότι
Θεός, ώφθη τοίς
ανθρώποις
σωματικώς, καί
η γαστήρ σου
γέγονεν,
ευρυχωροτέρα
τών ουρανών,
διό σε Θεοτόκε,
Αγγέλων καί
ανθρώπων, ταξιαρχίαι
μεγαλύνουσιν».
Εξαποστειλάριον Ήχος β'
Τών Μαθητών
ορώντων σε
Τώ
σαρκωθέντι
Λόγω δι'
ευσπλαγχνίαν,
μαθητευθείς Ιάκωβε
τής χορείας,
ώφθης
Κορυφαίων
συναρίθμιος,
μεθ' ών Χριστώ
δυσώπησον,
υπέρ ημών τών
τιμώντων, τήν
παναγίαν σου
μνήμην.
Καί τής Εορτής
Εις
τούς Αίνους,
Στιχηρά
προσόμοια τού
Αποστόλου.
Ήχος δ'
Ως γενναίον εν
Μάρτυσι
Τώ
καλάμω τής
χάριτος, εκ
βυθού
ματαιότητος,
τούς βροτούς
ανείλκυσας,
αξιάγαστε, τού
Διδασκάλου
τοίς νεύμασιν,
υπείκων
Ιάκωβε, τού
φωτίσαντος τήν
σήν, κατά πάντα
διάνοιαν, καί
Απόστολον, καί
σεπτόν
θεηγόρον σε
Παμμάκαρ,
αναδείξαντος
τής τούτου,
ακαταλήπτου
θεότητος. (Δίς)
Η τού
Πνεύματος
έλλαμψις, επί
σέ καταβέβηκε,
τού πυρός εν
είδει, καί σέ
μακάριε, θείον
δοχείον ειργάσατο,
συντόνως
ελαύνοντα,
αθεϊας τήν
αχλύν, καί τόν
κόσμον
φωτίζοντα, τή
λαμπρότητι,
τών πανσόφων σου
λόγων,
μυστολέκτα,
Αποστόλων η
ακρότης, Χριστού
αυτόπτα
Ιάκωβε.
Αστραπαίς
τού
κηρύγματος,
τούς εν σκότει
καθεύδοντας,
αγνωσίας
ένδοξε, ώ
Ιάκωβε, καταφωτίσας
ανέδειξας,
υιούς διά
πίστεως, τού
Δεσπότου καί
Θεού, ού το
πάθος
εζήλωσας, καί
τόν θάνατον, καί
τής δόξης
εγένου
κληρονόμος, ως
σοφός, ως
θεηγόρος, ως
μαθητής
αληθέστατος.
Δόξα... Ήχος πλ. δ'
Δεύτε
τής ουρανίου
μυσταγωγίας
τόν κήρυκα, καί
υποφήτην τού
Ευαγγελίου,
ψαλμικαίς
υμνωδίαις,
Ιάκωβον ευφημήσωμεν,
ούτος γάρ
ποταμός
ανεδείχθη τού
νοητού
Παραδείσου,
τάς ψυχικάς
αρούρας, τοίς
ουρανίοις
όμβροις
επάρδων, καί
καρποφόρους
δεικνύων Χριστώ
τώ Θεώ, τώ παρέχοντι
πάσι ταίς
πρεσβείαις
αυτού, ιλασμόν
καί φωτισμόν
καί μέγα έλεος.
Καί νύν... Τής
Εορτής
Δοξολογία
Μεγάλη
Εις τήν
Λειτουργίαν,
Τυπικά, καί οι
Μακαρισμοί.
Κοινωνικόν
Εις
πάσαν τήν γήν
εξήλθεν ο
φθόγγος αυτών,
καί εις τά
πέρατα τής
οικουμένης τά
ρήματα αυτών.
Αλληλούϊα.